θαλασσοχαρής

θαλασσοχαρής
ης, ες θαλασσόχαρος, η , ο любящий море; любящий путешествовать по морю

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Смотреть что такое "θαλασσοχαρής" в других словарях:

  • θαλασσοχαρής — ές και θαλασσόχαρος, η, ο αυτός που χαίρεται να βρίσκεται κοντά στη θάλασσα. [ΕΤΥΜΟΛ. < θαλασσο * + χαρής (< χάρος, το «χαρά»), πρβλ. περι χαρής, πολεμο χαρής. Η λ. μαρτυρείται από το 1886 στην εφημερίδα Νέα εφημερίς] …   Dictionary of Greek

  • θαλασσοχαρής, -ής — ές γεν. ούς, αιτ. ή, πληθ. ουδ. ή, αυτός που αγαπά υπερβολικά τη θάλασσα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • -θαλασσ(ο) — πρώτο συνθετικό λέξεων που προσδίδει στο δεύτερο συνθετικό τη σημασία: α) σχέσης με τη θάλασσα («θαλασσόλυκος», «θαλασσασφάλεια» β) δοκιμασιών, βασάνων («θαλασσοπνίγομαι», «θαλασσοδέρνω») γ) αναστάτωσης, ταραχής («θαλασσοποιώ»). ΣΥΝΘ. (Α… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»